- ὀρθόδοξα
- ὀρθόδοξοςorthodoxneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
γιόγκα — Ένα από τα έξι ορθόδοξα συστήματα της ινδικής φιλοσοφίας, κατά το οποίο, μαζί με τις θεωρητικές απόψεις, κατέχει πρωταρχική σπουδαιότητα η τεχνική για την κυριαρχία του πνεύματος και του σώματος. Ο όρος γ. προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη yuj,… … Dictionary of Greek
ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας … Dictionary of Greek
ορθόδοξος — η, ο (ΑΜ ὀρθόδοξος, ον) 1. αυτός που έχει ορθή θρησκευτική πίστη, αυτός που ακολουθεί το ορθό θρησκευτικό δόγμα 2. αυτός που έχει ορθή δοξασία, ορθή γνώμη, που ορθοφρονεί 3. (ως επίθ. και ως ουσ.) ο χριστιανός που ασπάζεται τα δόγματα τής… … Dictionary of Greek
ρουφός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο «απόστολος εκ των Ο’». Ρωμαίος, συνεργάτης του απόστολου Παύλου, για τον οποίο αυτός γράφει «Aσπάσασθαι Ρούφον, τον εκλεκτόν εν Κυρίω καί τήν μητέρα αυτού και εμού». (Προς Ρωμαίους 15’ 13).… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
βεδάντα — Ένα από τα έξι ορθόδοξα συστήματα της ινδικής φιλοσοφίας. Το σύστημα αυτό εμφανίζεται με το κύρος του ονόματος των Βεδών και, αναπτύσσοντας τη βασική ιδέα των Ουπανισάδ, ρίχνει το κύριο βάρος του στο πρόβλημα της γνωσιολογίας. Τα βεδικά κείμενα,… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Ουπανισάδ — Αρχαία ινδικά φιλοσοφικά, κείμενα. Η κατά λέξη σημασία της λέξης, που είναι συνεδρίαση ή μαθήματα του δάσκαλου στον μαθητή, πήρε με τον καιρό τη σημασία της μύησης, του μυστήριου. Οι αρχαιότερες Ο., που είναι μεταγενέστερες από τις Βέδες και τις… … Dictionary of Greek
σάμκια — Ένα από τα ορθόδοξα συστήματα της ινδικής φιλοσοφίας, που, μαζί με τη γιόγκα –με την οποία μοιράζεται τη θεωρητική σπουδαιότητα και από την οποία διακρίνεται κυρίως για την άρνηση μιας προσωπικής θεότητας ξεκινά από την αποδοχή της ύπαρξης δύο… … Dictionary of Greek